- πρῆθμα
- πρῆθμαGrammatical information: n.Meaning: πολύποδος κεφαλη ἔνιοι πλεκτάνη H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
πρήθμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολύποδος κεφαλή ἔνιοι πλεκτάνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από το ρ. πρήθω «φουσκώνω, φυσώ»] … Dictionary of Greek